ισώνω
Смотреть что такое "ισώνω" в других словарях:
ισώνω — βλ. ισιώνω … Dictionary of Greek
ισώνω — βλ. ισιώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ίσιωμα — και ίσωμα, το [ισιώνω/ισώνω] 1. δρόμος ίσος και ομαλός, χωρίς ανηφοριά ή κατηφοριά, δρόμος που ακολουθεί συνήθως οριζόντια διεύθυνση 2. μικρή επίπεδη έκταση ανάμεσα σε ανώμαλα, ιδίως ορεινά και βραχώδη, εδάφη 3. στον πληθ. τα ισιώματα μικρές… … Dictionary of Greek
ισιώνω — και ισώνω [ίσιος / ίσος] κάνω κάτι ίσο, ευθυγραμμίζω, εξομαλύνω, ισοπεδώνω … Dictionary of Greek
σώνω — (I) Ν βλ. σώζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < βλ. λ. σώζω]. (II) Ν αρκώ, επαρκώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισώνω (< ίσος) με σίγηση τού αρκτικού άτονου φωνήεντος] … Dictionary of Greek